μητρικῇ

μητρικῇ
μητρικός
of a mother
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μητρική — μητρικός of a mother fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρική κάρτα — Πρόκειται για μια βασική πλακέτα (κάρτα) που περιέχει τα κυριότερα στοιχεία ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η εν λόγω κάρτα περιέχει τον μικροεπεξεργαστή, την κύρια μνήμη, τον βασικό δίαυλο επικοινωνίας, βοηθητικά κυκλώματα και διάφορες υποδοχές… …   Dictionary of Greek

  • μητρικός — ή, ό (ΑΜ μητρικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα (α. «μητρική στοργή» β. «μητρικό γάλα») νεοελλ. 1. φρ. α) «μητρική γλώσσα» η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κανείς από τη βρεφική του ηλικία, η γλώσσα τού έθνους του β) «μητρική… …   Dictionary of Greek

  • Vassilis Alexakis — (griechisch Βασίλης Αλεξάκης; * 1943 in Athen) ist Schriftsteller, er verfasst seine Werke auf Französisch und Griechisch. 1995 erhielt der den französischen Literaturpreis Prix Médicis. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk …   Deutsch Wikipedia

  • Alexakis — Vassilis Alexakis (griechisch Βασίλης Αλεξάκης, * 1943 in Athen) ist Schriftsteller, er verfasst seine Werke auf Französisch und Griechisch. 1995 erhielt der den französischen Literaturpreis Prix Médicis. Inhaltsverzeichnis 1 Leben 2 Werk …   Deutsch Wikipedia

  • ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …   Dictionary of Greek

  • φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”